- ενάλιος
- 1724 ἐνάλιος{прил., 1}морской, морское животное (Иак. 3:7).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
ἐνάλιος — in masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενάλιος — α, ο (AM ἐνάλιος, α, ον και ἐνάλιος, ον Α επικ. και λυρικ. τ. εἰνάλιος, α, ον και ος, ον) αυτός που βρίσκεται ή ζει στη θάλασσα, θαλάσσιος, θαλασσινός (α. «ἐναλίων πόρων», Αισχ. β. «ἐνάλιος λεώς» οι ναυτικοί, Σοφ. γ. «Νηρέος εἰναλίοι τε κόραι» οι … Dictionary of Greek
εἰναλίων — ἐνάλιος in fem gen pl (epic) ἐνάλιος in masc/neut gen pl (epic) εἰνάλιος fem gen pl εἰνάλιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰνάλιον — ἐνάλιος in masc acc sg (epic) ἐνάλιος in neut nom/voc/acc sg (epic) εἰνάλιος masc acc sg εἰνάλιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναλίων — ἐνάλιος in fem gen pl ἐνάλιος in masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννάλιον — ἐνάλιος in masc acc sg ἐνάλιος in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάλιον — ἐνάλιος in masc acc sg ἐνάλιος in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰναλίαις — ἐνάλιος in fem dat pl (epic) εἰνάλιος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰναλίαισι — ἐνάλιος in fem dat pl (epic ionic aeolic) εἰνάλιος fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰναλίη — ἐνάλιος in fem nom/voc sg (epic ionic) εἰνάλιος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰναλίην — ἐνάλιος in fem acc sg (epic ionic) εἰνάλιος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)